Перевод: с английского на все языки

со всех языков на английский

κοινὸς καὶ δημώδης

  • 1 Popular

    adj.
    Of the people; Ar. and P. δημοτικός.
    The popular voice: V. δημόθρους φήμη, ἡ.
    In favour with the people: Ar. and P. δημοτικός.
    Honoured: P. and V. ἔντιμος.
    Courteous: P. and V. φιλάνθρωπος, φιλόφρων (Xen.), P. κοινός.
    For other reasons too the Athenians were no longer so popular in their government: P. ἦσαν δέ πως καὶ ἄλλως οἱ Ἀθηναῖοι οὐκέτι ὁμοίως ἐν ἡδονῇ ἄρχοντες (Thuc. 1, 99).
    Charming: Ar. and P. χαρίεις.
    Common, generally received: P. and V. συνήθης, νόμιμος.
    Music in the popular sense: P, ἡ δημώδης μουσική (Plat., Phaedo. 61A).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Popular

См. также в других словарях:

  • δρόγγα — η και δρόγνος και δρόγκος, ο ζωολ. δημώδης ονομασία τού ψαριού Γόγγρος* ο κοινός …   Dictionary of Greek

  • καναπίτσα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 23 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπλίας του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 35 χλμ. ΝΑ του Ναυπλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασίνης. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ …   Dictionary of Greek

  • πρακριτικός — ἡ, ὁ, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετακλασική, δηλαδή τη δημώδη ινδική γλώσσα 2. (το θηλ. εν. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η πρακριτική τα πρακριτικά η δημώδης ινδική γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. prakritic… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»